μουστακαλής

μουστακαλής
ο
αυτός που έχει μεγάλο μουστάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκα + κατάλ. -λής (πρβλ. παρα-λής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μουστακαλής — ο αυτός που έχει μεγάλο ή παχύ μουστάκι: Τον άρπαξε από το γιακά ένας μουστακαλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλανομουστάκης — κλανομουστάκης, ὁ (Μ) (σκωπτικά) μουστακαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάνω + μουστάκι] …   Dictionary of Greek

  • μουστάκης — μουστάκης, ὁ (Μ) μουστακαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι(ν) + κατάλ. ης] …   Dictionary of Greek

  • μουστακάς — ο ο μουστακαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι + κατάλ. άς] …   Dictionary of Greek

  • πάνουρος — ο ζωολ. γένος μικρών στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας muscicapidae, με κόκκινα φτερά και σταχτογάλαζη κεφαλή διακοσμημένη στα πλάγια με ένα ζεύγος μαύρα μουστάκια, που ζουν στην Ευρώπη, κν. μουστακαλής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”